κυαμοτρώξ

κυαμοτρώξ
κυαμοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώγει κυάμους
2. αυτός που ψηφίζει όποιον τού δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ
ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. θηλακο-τρώξ, φυλλο-τρώξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυαμοτρώξ — κυαμοτρώ̱ξ , κυαμοτρώξ bean eater masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαμοτρῶγος — κυαμοτρώξ bean eater masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”